Λόγος και Κόσμος: καθοδόν προς την Ανάσταση



Λόγος και Κόσμος: καθοδόν προς την Ανάσταση



«Ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον υιόν αυτού τον μονογενή έδοκεν, ίνα πάς ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον». (Ιω. γ΄16)


«Και ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν, και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά πατρός, πλήρης χάριτος και αληθείας». (Ιω. α΄14)


Ι
   Προσερχόμενοι πάλιν εις δόξαν Θεού στην Εορτή των χριστιανικών εορτών, δηλαδή της ενδόξου Αναστάσεως του Κυρίου και σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, δραττόμεθα της ιεράς ταύτης ευκαιρίας δια να εκφράσομε, εν πνεύματι ούτε διδασκαλικώ ούτε επιβλητικώ αλλά μάλλον ταπεινής προσεγγίσεως και διαλογικής προθυμίας προς τον λαό του Θεού, μερικές σκέψεις εν σχέσει προς το κορυφαίο τούτο γεγονός της ορθοδόξου μας πίστεως και της καθ’ ημάς σωτηρίας.
            Εν συντομία, θα αναφερθούμε εν πρώτοις στην συνυφασμένη λόγω ενανθρωπήσεως του Λόγου του Θεού σχέση μεταξύ Λόγου και κόσμου, δηλαδή στην μυστική παρουσία, και οντολογική και ηθική, του Λόγου του Θεού στην ουσία του κόσμου τούτου, ιδίως μετά την συμμετοχή του Χριστού στην φύση και την ιστορία μας. Αυτό έχει μάλιστα μεγάλη σημασία εφόσον, όσο ουσιώδης κατά τις άκτιστες ενέργειες του Θεού είναι αυτή η σχέση τόσο πιο ουσιώδης θα είναι η μεταβολή αυτού του κόσμου εξαιτίας της αναστάσεως του ενσαρκωμένου Λόγου του Θεού. Ο αναμφισβήτητος ρεαλισμός της ενανθρωπήσεως του Λόγου του Θεού συνεπάγεται την πραγματοποίηση των δύο θεμελιωδών φυσικο-ανθρωπολογικών γεγονότων της ορθοδόξου πνευματικής διαστάσεως: την εν Χριστώ αποκατάσταση απάσης της κτίσεως και την θέωση του ανθρωπίνου όντος του δημιουργηθέντος «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν του Θεού».
            Θα δούμε και, χωρίς να προσπαθήσουμε ποτέ να εξαντλήσομε τον απεριόριστο πλούτο του εσχάτου γεγονότος τούτου της ενδόξου αναστάσεως του σωτήρος Χριστού, μερικές κατά την ταπεινή μας άποψη θεμελιώδεις σημασίες αυτού του γεγονότος καθώς και συγκεκριμένες οντολογικές, ηθικές και κοινωνικές επιπτώσεις που συνεπάγονται εξ αυτού. 
ΙΙ
1.            Ο κόσμος δεν είναι καθ’ εαυτόν συνωνυμία αμαρτίας. Πολλάκις όμως επικρατεί την άποψη ότι ο κόσμος, η ιστορία, το «εν τω κόσμο είναι» αποτελεί καθ’ εαυτόν και εν εαυτώ κάτι κακό και εντελώς άχρηστο, που, στην καλύτερη περίπτωση, πρέπει να ξεπερασθεί και να υπερβεί ώστε να αποκτήσομε την αληθινή ζωή «εν τοις ουρανοίς». Αυτή η άποψη, η οποία ταιριάζει και αρμόζει πολύ περισσότερο στην αιρετική ερμηνεία των μονοφυσιτών που αρνούνται την πραγματική υπόσταση της ανθρώπινης φύσεως στο πρόσωπο του Χριστού, δεν είναι όμως επίσημη και συστηματική διδασκαλία της Εκκλησίας. Ως προς τούτο μάς λέει ο αγ. Νεκτάριος Πενταπόλεως:
Πολλοί, και πάλαι...και νυν, εθεώρουν τον κόσμον ως άκρως ατελή και πλήρη ελλείψεων και κακών, και απέδιδον τήν αιτίαν τούτου ή εις τον Θεόν ή εις άλλην τινά αντίθετον και αντίπαλον αρχήν του κακού, δόξα, ην κατεδίκασε αείποτε η  Εκκλησία. [1]
Κατόπιν του γεγονότος της συγκατοικίας του Λόγου του Θεού στην ιστορία μας ο κόσμος φανερώνει το είναι του ως «δυνάμει -τουτέστι εν εξελίξει- σώμα Χριστού». Εν όψει του μυστηρίου της μεταμορφώσεως πάσης της φύσεως δια της ενανθρωπήσεως του Λόγου του Θεού λέγει ο απόστολος Παύλος: «Όταν δε υποτάγη αυτώ τα πάντα, τότε και αυτός ο υιός υποταγήσεται τω υποτάξαντι αυτώ τα πάντα, ίνα ή ο Θεός τα πάντα εν πάσιν»[2], και «Και αυτός εστι προ πάντων, και τα πάντα εν αυτώ συνέστηκε…ότι εν αυτώ ευδόκησε παν το πλήρωμα κατοικήσαι»[3].
Αυτό είναι οντολογικό αποτέλεσμα της ενσαρκώσεως του Λόγου του Θεού, ο οποίος ενώθηκε πλήρως ως «εκ δύο φύσεων» πρόσωπον, όμως άνευ συγχύσεως και αλλοτριώσεως, με τον κόσμο, δηλαδή ανέλαβε πράγματι την ιστορική διάσταση του ανθρωπίνου όντος. Δια αυτό μπορούμε να ομιλούμε εδώ δια την «συνεχή ενσάρκωση» του Λόγου του Θεού στην καρδιά του κόσμου τούτου. Στο εσώτερον του κόσμου, όπως και της ψυχής, πνεί το Άγιον Πνεύμα και εμπνέει αξίες, αντιλήψεις και εμπειρίες που σχετίζονται με το καλόν, την ανθρώπινη αλληλεγγύη και την αγάπη. Όντως, βιώνουμε και ως εκ τούτου πιστεύομε και ομολογούμε την Θεία Πρόνοια του Θεού.
2.          Η θέωσις του ανθρώπου δεν συνεπάγεται την άρση της ανθρωπότητάς του, αλλά πρόκειται δια την αναπλήρωση και την τελειοποίηση της ανθρώπινης του διαστάσεως κατά τον τύπο του ενσαρκωμένου Λόγου του Θεού: Ιησού Χριστού. Δεν είναι αποξένωση αλλά συμπλήρωση. Πρόκειται δια την πλήρη ενηλικίωση του ανθρώπου, ων οι οντολογικές και υπαρξιακές διαστάσεις αποκτούν την «κατά φύσιν» προορισμό τους. Αυτή η ολόκληρη συμφιλίωση επραγματοποιήθη ήδη εν τω προσώπω του Χριστού ως αληθινού θεανθρώπου.
Δια αυτό ο στόχος της πνευματικής ζωής είναι η απελευθέρωση του ανθρώπου από πάν μη ουσιώδες και εξώτερον στοιχείο ώστε το «κατά φύσιν» να ταυτοποιείται με το «κατά θέλημα».
Λύτρωση είναι κατ’ ουσίαν μεταμόρφωση. Απελευθέρωση ακόμη και από την αποξενωμένη και εξωτερική ετερανθρώπινη μεσολάβηση, ώστε να «συμμαρτυρεί» στο βάθος της λυτρωθείσης και πεφωτισμένης συνειδήσεως του ανθρώπου το Άγιο Πνεύμα και να ακούσει ως «πρόσωπον-εγώ», το οποίο εν τη ουσία του βιώνει το είναι του ως «πρόσωπον-ημείς»[4] έχοντας ως υπαρξιακό κέντρο την υπόσταση της οντολογικής μοναδικότητάς του και όχι το αφηρημένο (υπαρξιακό κενό) ενός κοινωνικού συνόλου, και να αντιλαμβάνεται σαν αυτο-εν-συνειδησιακή "ευ-αγγελία" τα καλά νέα της σωτηρίας: όχι εκ τρίτων αλλά εκ προσωπικής εσωτέρας εμπειρίας του Θεού: «Και πολλώ πλείους επίστευσαν δια τον λόγον αυτού. Τη δε γυναικί έλεγον ότι ουκέτι δια την σην λαλιάν πιστεύομεν: αυτοί γαρ ακηκόαμεν, και οίδαμεν ότι ούτος εστίν αληθώς ο σωτήρ του κόσμου ο Χριστός»[5].
Ο ρεαλισμός της αναστάσεως βασίζεται στον ρεαλισμό της ενανθρωπήσεως, καθώς και η δυνατότητα της ολοκληρωτικής πραγματοποιήσεως των οντολογικών διαστάσεων του ανθρώπου και εν γένει όλης της κτίσεως θεμελιώνεται επί της ιστορικής πραγματικότητος της εκ δύο φύσεων μόνης προσωπικής υποστάσεως του Λόγου του Θεού εν τω προσώπω του Ιησού Χριστού. Αυτή η ολοκληρωτική πραγματοποίηση έχει αφενός ως προϋπόθεση την ενσάρκωση του Λόγου του Θεού ως πράγματι ιστορικού προσώπου, καθώς και αφετέρου ως αποτέλεσμα την "αποκατάσταση" (Γρηγόριος Νύσσης) ανθρώπου και πάσης φύσεως και την "νέα κτίση" (Παύλος) η οποία δεν γνωρίζει ούτε φθορά ούτε οιανδήποτε μορφή θανάτου. Και αυτό κατ' ουσίαν σημαίνει "ανάστασις": όχι μόνο την έγερση του σώματος εκ του θανάτου και την επανασύνδεση αυτού με την ψυχή, αλλά αληθινή ανακαίνωση πάσης της κτίσεως και πλήρη συμφιλίωση, πέραν του θανάτου και της αποσυνθέσεως, αυτής μεθ' εαυτής και βεβαίως με τον Δημιουργό της. Έτσι, μετά την ανάσταση του ενσαρκωμένου Λόγου του Θεού όλη η κτίσις και εν πρώτοις ο άνθρωπος προσανατολίζονται ως συντεταγμένες προς το απόλυτο Κέντρο παντός είναι που είναι ο Χριστός "δι' ού (ως προαιωνίου Λόγου) τα πάντα εγένετο" (Ιω. 1, 1).
Δια τούτο τον λόγο η Εκκλησία διάλεξε ως ευαγγελική περικοπή της εορτής της Αναστάσεως την, περί ενανθρωπήσεως του Λόγου του Θεού και θεότητος του ιστορικού ανθρώπου Χριστού εισαγωγή του αγίου Ιωάννου εις το αυτού Ευαγγέλιο[6]. Δεν πρόκειται εδώ περί απλής συμπτώσεως. Το συγκεκριμένο Ευαγγέλιο μάς παρουσιάζει, ταυτοχρόνως, και το μυστήριο της ενανθρωπήσεως του Λόγου του Θεού, δηλαδή της θεότητος του ιστορικού Χριστού,  αλλά και την ριζική ιστορικότητα του και θείας φύσεως προσώπου αυτού, δηλαδή, την πραγματική ανθρωπότητα του ενσαρκωμένου Λόγου. Μάς αναδεικνύει με άλλα λόγια την ασυγχύτως και αναλλοιώτως εκ δύο φύσεων υπάρχουσα -όντως "δυοφυσιτική"- υπόσταση του Χριστού. Ουσιώδες μάλιστα τούτο, επειδή έτσι δύναται ο Λόγος με την ενσάρκωσή του να αναλαμβάνει σφιχτώς "εν τοις κόλποις αυτού" όλη την κτίση και την ανθρωπότητα άπασα, καθώς και ο Χριστός με την ανάστασή του να αποκαταστήσει την κτίση και να θεοποιήσει τον άνθρωπο, χωρίς να πειραχθεί ούτε του ανθρώπου η ελευθερία ούτε της ιστορίας η σχετικώς αυτόνομη πραγματικότητα. 
Η ανάσταση του θεανθρώπου Χριστού αποκτά τις οικουμενικές διαστάσεις της εφόσον προηγήθηκαν αυτής τα μυστήρια της ενανθρωπήσεως του Λόγου του Θεού και της αρχιερατικής αντιλήψεως της μεταπτωτικής καταστάσεως του κόσμου υπό του ιστορικού Χριστού "του αίροντος τας αμαστίας του κόσμου". 
3.          Στόχος της Εκκλησίας δεν είναι κατ’ ουσίαν η (ανα)παραγωγή ή η συντήρηση εποχιακών ηθικών και εθνικο-φυλετικών αξιών και νόμων, αποκλειστικού τύπου «ηθών και εθίμων»[7]. Αυτό θα σήμαινε μια απαράδεκτη υποβάθμιση της σωτηριολογικής διαστάσεως της Εκκλησίας ως sacramentum, τουτέστι ενδεικτικού σημείου της οντολοκληρώσεως του συνεχούς «ανθρώπου-κόσμου»: μυστήριον σωτηρίας και εν Χριστώ τελειοποιήσεως πάσης κτίσεως[8].
Η Εκκλησία έχει στόχο την κατά Χριστόν μεταμόρφωση του κόσμου και του ανθρώπου, δηλαδή να γίνει αυτός και εν τη φαινομενολογία του τούτο αυτό που κατ’ ουσίαν καλείται να είναι: «Και ενδυσάμενοι τον νέον τον ανακαινούμενον εις επίγνωσιν κατ’ εικόνα του κτίσαντος αυτόν»[9]. Εν τη ουσία  της, η φύσις –και ιδίως η ανθρώπινη- είναι «θεόκλητος», καλείται υπό του Θεού στην κατά Θεόν τελειοποίηση των δυνατοτήτων της. Δια τούτο μας λέγει Κύριος: «Εγώ είπα: θεοί εστε, και υιοί Υψίστου πάντες». 
Αυτή η τελειοποίηση ευρίσκεται όμως δια ημάς «εν γίγνεσθαι», δεν προστίθεται έξωθεν ή άνωθεν σαν ξένο στοιχείο στην φύση των πραγμάτων, αλλά πηγάζει ως αποτέλεσμα της ενσαρκώσεως του Λόγου του Θεού εκ της ουσίας της εν εξελίξει φύσεως χωρίς όμως να την ακυρώνει ούτε να την αποξενώνει: το «εκ φύσεως» παραμένει εκ φύσεως και το «εκ χάριτος» παραμένει εκ χάριτος.
4.            Η αυθεντικές αξίες απορρέουν εκ της ουσίας της εν εξελίξει –εν γίγνεσθαι- εσχατολογικής χρονικότητος. Δια αυτό έχουν μια διπλή διάσταση: είναι ταυτοχρόνως «ιεροφανείς» και «ιστορικές».
Δεν πρόκειται όντως δια αδιαφιλονίκητα «αξιολογικά πακέτα» κατεβασμένα «εξ ουρανού» που προστίθενται και εντάσσονται στην ιστορία, στην κοινωνία και στην συνείδηση των ανθρώπων χωρίς σχέση με την αλλαγή ή την μεταμόρφωση των ιστορικών στοιχείων και της εποχιακής υποκειμενικότητας, αντιθέτως, είναι το αποτέλεσμα της διαλεκτικής μεταξύ ιστορικής ιεροφανείας και υποκειμενικής αυτοσυνειδησίας που συνδέονται στον πάντοτε εν γίγνεσθαι ιστό του συνεχούς «κόσμου-ανθρώπου». Δια αυτό η αξίες αλλάζουν όσο αλλάζει η ιστορική αυτοσυνειδησία των ανθρώπων και οι διαϋποκειμενικές πολιτικο-κοινωνικές διασυνσχέσεις εντός των οποίων ο άνθρωπος υπάρχει ως εαυτός.
Η ιστορική μεταβολή των αξιών δεν σημαίνει όμως αναγκαστικά την «λήθη» του Είναι, δηλαδή την λησμονιά του Θεού και την αδιαφορία μας έναντι αυτού, αλλά αντιθέτως δια να μη ιστορικοποιείται αυτή η λήθη πρέπει να αλλάζει και να μεταμορφώνεται, στην διαλεκτική δυναμική των διαϋποκειμενικών-αντικειμενικών διασυνσχέσεων, ο τρόπος της συνεχούς ιστορικοποιήσεως –συγκεκριμένης υλοποιήσεως- της ουσίας συμπεριλαμβανομένου και των αξιών του συστήματος.
Οι αξίες είναι ιστορικές και δια τούτο αναδεικνύουν πάντοτε το επισφράγισμα του εν ιστορία και χώρο-χρόνω ανθρώπου, και δια αυτό πρέπει να μεταλλάξουν εν καιρώ ώστε να μην γίνουν αυτοτελείς και ανεξάρτητες και να συνεχίζεται η ιστορική θεοφανεία που είναι και ταυτοχρόνως η ιστορική εν Χριστώ οντοτελειοποίηση. Η αδυναμία αναγνωρίσεως του "ιστορικού" (φαινομενολογικού) ως ιστορικού και του "ουσιαστικού" ως ουσιαστικού καθώς και η σύγχυσις εκατέρων στοιχείων συνεπάγεται αναγκαστικώς στην πραγματοποίηση της «λήθης του Είναι» και στην "κένωση" της αυθεντικής ζώσης πνευματικότητος: ουδετερώνεται μεν και ασθενεί το βίωμα της Αληθείας -σε οντολογικό επίπεδο- και επικρατεί ο συναισθηματισμός και ο ευσεβισμός -είτε σε ατομική είτε σε κοινοτική διάσταση. Επί τοιαύτης περιπτώσεως, η εξωτερική φαινομενολογία της ιστορικής διαχρονικής υπάρξεως της Εκκλησίας απειλεί να καλύπτει και να εξ-αφανίζει την θεανθρώπινη λογοενσαρκωμένη ουσία της, και εμείς συνυφασμένοι τότε, όχι με το ουσιώδες και αιώνιο, αλλά με το μεταβατικό και ασταθές, να επιλανθάνουμε ποιός είναι όντως ο προορισμός μας ως ανθρώπων και τί ορθοδόξως σημαίνει ενσάρκωση, πάθη και ανάσταση του θεανθρωπίνου σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.
5.            Η Εκκλησία, άλλωστε, είναι καθ’ εαυτή sacramentum[10], τουτέστι:
5.1.      Εσχατολογικό ορατό σύμβολο του εν Χριστώ οντοτελειοποιηθέντος κόσμου. Είναι σημαίνον της εν γίγνεσθαι πλήρως πραγματοποιηθείσης λυτρώσεως και σωτηρίας: το να είναι ο κόσμος όχι μόνο "δυνάμει" αλλά και "ενεργεία" κατά θέλημα Θεού.
5.2.      Ενεργός κοσμο-μεταμορφωτικός και αγιοπνευματοφόρος παράγων ως ιερουργικό μυστήριο της δια Αγίου Πνεύματος χριστοποιήσεως ως προς το «κατά θέλημα Θεού» παντός όντος και πάσης υπάρξεως. Η Εκκλησία είναι ως «σώμα Χριστού» και ενσάρκωση της λυτρωτικής –τουτέστι οντοπληρωματικής- χάριτος ήδη πλήρωμα σωτηρίας, όμως ως ολοκληρωτική οντολογική συμφιλίωση κόσμου και Θεού ευρίσκεται και η ίδια ακόμη εν γίγνεσθαι και δια τούτε, επειδή ετοιμάζεται και ο κόσμος για την συνάντηση με την εσχατολογική Εκκλησία, η ενεργούσα χάρις του Αγίου Πνεύματος δεν περιορίζεται στην ορατή Εκκλησία αλλά έχει ήδη μια απεριόριστο καθολική διάσταση. Αυτό επισημαίνουμε όταν ομιλούμε δια την αξία του κόσμου και δια την πνευματοφόρα διάσταση του κόσμου ως «τόπου σωτηρίας» με θεολογική «πυκνότητα».
6.            Ανάστασις είναι καθολική (οικουμενική) δια αγάπης και δικαιοσύνης συμφιλίωσις μεταξύ ανθρώπου και φύσεως  (βλ. Ησαΐας) καθώς και μεταξύ πάντων των ανθρώπων («Ίνα πάντες έν ώσι»). Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει: «Οὐκοῦν εἰσέλθετε πάντες εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου ὑμῶν˙ καί πρῶτοι καί δεύτεροι τόν μισθόν ἀπολαύετε. Πλούσιοι καί πένητες μετ’ ἀλλήλων χορεύσατε˙ ἐγκρατεῖς καί ράθυμοι τήν ἡμέραν τιμήσατε˙ νηστεύσαντες καί μή νηστεύσαντες, εὐφράνθητε σήμερον. Ἡ τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες».[11]
7.            Ανάστασις σημαίνει και έσχατη συμφιλίωση μεταξύ ψυχής και σώματος. Δεν υπάρχει κατ’ αρχήν εναντίωσις και αλληλοαπόρρυψη μεταξύ σώματος καί ψυχής. Η ισχύουσα εναντίωση μεταξύ αυτών έγινε και εμφανίσθηκε ως αποτέλεσμα της αμαρτίας και της αυτήν συνακολουθούσης πτώσεως της ανθρωπότητος. Η ουσιαστική ανθρωπολογική εναντίωση όμως έγκειται στο να είναι ο άνθρωπος "εν θεω" (ο «νέος Αδάμ», η «καινή κτίση») ή "έναντι Θεού", έξω από τόν Θεό («ο παλαιός άνθρωπος»). Στην γραμματεία του Περί της  Αναστάσεως των Νεκρών, ο άγιος Αθηναγόρας  ο Αθηναίος αναφέρεται στο ουσιαστικό σύνδεσμο μεταξύ σώματος και ψυχής με τα εξής λόγια:

«Ο Θεός δεν έδωσε ανεξάρτητη ύπαρξη και ζωή ούτε στη φύση της ψυχής μόνο, ούτε στη φύση του σώματος χωριστά, αλλά μάλλον στους ανθρώπους που αποτελούνται από ψυχή και σώμα...ψυχή και σώμα συνθέτουν στο άνθρωπο ένα ζωντανό ον.»[12]

      Τό μυστήριο τούτο φανερώνεται κατ’ εξοχήν στο μυστήριο του θανάτου και της αναστάσεως. Και δια αυτό, αυτή η έννοια της ουσιώδους ενώσεως σώματος και ψυχής αποτελεί αντικείμενο από ένα από τα περίφημα τροπάρια του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού:

«Θρηνώ και οδύρομαι όταν εννοήσω τον θάνατον και ίδω εν τοις τάφοις κειμένην την κατ’  εικόνα Θεού πλασθείσαν ημίν ωραιότητα άμορφον άδοξον μη έχουσαν είδος….»[13]

      Σε μία πρώτη προσέγγιση, φαίνεται πως με το «μή έχουσαν είδος» εννοεί ο Άγιος μόνον το κεκοιμημένο σώμα που θα αναστηθεί. Ο π. Φλορόφσκη όμως μάς δίδει το κλειδί μιας βαθύτερης ερμηνείας του εν λόγω τροπαρίου: «Ο άγ.  Ιωάννης δεν μιλά για το σώμα του ανθρώπου, άλλα για τον ίδιον τον άνθρωπο. Η κατ’ εικόνα Θεού ωραιότητά μας δεν είναι το σώμα αλλά ο άνθρωπος.»[14]
     Ολική εν Χριστώ συμφιλίωση, αποκατάσταση της κτίσεως και ανάσταση του ανθρώπου αποτελούν βασικά το ίδιο ανακαινιστικό φαινόμενο κατά το διδαχθέν υπό του αγ. Γρηγορίου Νύσσης περί της αναστάσεως:

«ὅτι ἀνάστασίς ἐστιν ἡ εἰς τὸ ἀρχαῖον τῆς
φύσεως ἡμῶν ἀποκατάστασις. Ἀλλ᾿ ἐν τῇ πρώτῃ ζωῇ, ἧς αὐτὸς
γέγονε δημιουργὸς ὁ Θεὸς, οὔτε γῆρας ἦν, ὡς εἰκὸς, οὔτε νηπιότης,
οὔτε τά κατὰ τὰς πολυτρόπους ἀῤῥωστίας πάθη, οὔτε ἄλλο τῆς
σωματικῆς ταλαιπωρίας οὐδὲν (οὔτε γὰρ εἰκὸς ἦν τὰ τοιαῦτα
δημιουργεῖν τὸν Θεὸν), ἀλλὰ θεῖόν τι χρῆμα ἦν ἡ ἀνθρωπίνη φύσις
πρὶν ἐν ὁρμῇ γίνεσθαι τοῦ κακοῦ τὸ ἀνθρώπινον. Ταῦτα δὲ πάντα τῇ
εἰσόδῳ τῆς κακίας ἡμῖν συνεισέβαλεν. Οὐκοῦν οὐδεμίαν ἀνάγκην ἕξει
ὁ ἄνευ κακίας βίος ἐν τοῖς διὰ ταῦτα συμβεβηκόσιν εἶναι.»[15]

Έτσι λοιπόν με την ανάσταση του Χριστού συνάπτεται εκ νέου το κατά φύση διαλυθέν σώμα με την και φύσει αθάνατη ψυχή τοιουτοτρόπως αποτελώντας την ολότητα στην οποία έγκειται η ανθρώπινη υπόσταση.
Δια τον ίδιον λόγο ανάσταση σημαίνει και τον θρίαμβο της εν Θεώ ζωής εναντίον πάσης μορφής θανάτου. Εν όψιν του εσχάτου μυστηρίου τούτου εκφράζει ο αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος μαζί με τον απόστολο Παύλο και πάσα την Εκκλησία: «Ποῦ σου, θάνατε, το κέντρον; Ποῦ σου, ἅδη, τό νῖκος;»[16]
8.            Τέλος, η Ανάστασις του Θεανθρώπου Χριστού αποτελεί και κατ’ εξοχήν γεγονός παρηγοριάς και ελπίδος δια όλους τους εν τώ κόσμω τούτω αδικουμένους και δια εξουσίας και αδικίας καταπατημένους και υποτιμημένους ως να μη ήταν όντως εικόνα και ομοίωση του Θεού του ζώντος.
             Ακούγοντας και αντικρίζοντας το κάλλος αλλά και βεβαίως το απέραντο θεολογικό και ανθρωπολογικό βάθος του δοξαστικού πλούτου -και ιδίως εν ταις παρούσαις ημέραις μας- το οποίον μάς παρουσιάζει η Εκκλησία, είναι συγκλονιστικό και μάλιστα ελπιδοφόρο το ότι αντικρίζεται μια ουσιαστική απελευθερωτική διάσταση, και όχι μόνο «μεταφυσική» αλλά και κοινωνική, καθ’ όλες αυτές τις δοξολογικές εκφράσεις, στους στίχους των αντιφώνων, στα τροπάρια, κτλ. Ο Κύριος παρουσιάζεται και πάλιν, όπως πάντοτε καθ’ όλη την διάρκεια της επίγειας αποστολής του, στο πλευρό των αδυνάτων και των καταφρονημένων του κόσμου τούτου και μάς λέγει: «Εγώ είπα: θεοί εστε, και υιοί του Υψίστου πάντες, υμείς δε ως άνθρωποι αποθνήσκετε και ως είς των αρχόντων πίπτετε».
      Έμπροσθεν τούτου, η πρόκληση της Εκκλησίας εξακολουθεί να είναι το να παραμένει ούσα αυτό εις το οποίο καλείται να είναι, πιστή στο απελευθερωτικό της είναι καθ’ όλες τις διαστάσεις του ανθρωπίνου όντος: ζώσα μαρτυρία αυτής της εν Χριστώ ελευθερίας, ισότητος, καθολικής μεταμορφώσεως και ευλαβούς σεβασμού στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια η οποία δεν είναι παρά το απαύγασμα της εικόνος του Θεού που κατά φύσιν είμαστε. Δια τούτο, αναμένουμε και προσδοκούμε όπως «κρίνη την γην» ο αναστάς Θεός, τουτέστι να κάμει να λαμπυρίζει επί πάσα την οικουμένη η αλήθεια, η αληθινή φύσις των όντων απάντων ούτως ώστε όλα να επιδεικνύονται κατά αυτό που κατ’ ουσίαν είναι: το «κρίνειν την γην» του Θεού είναι ταυτοχρόνως το «μεταμορφώνειν» και «πληρούν» πάσα την κτίση.
      Η «καταδίκη» είναι η εμπειρία της αδυναμίας μας να υπάρχουμε κατά το ύψος  αυτής της Αληθείας, του να μη δυνάμεθα να ανταποκρινόμεθα αναλόγως στην σωτήρια προσδοκία του Θεού: «Εγώ είπα: θεοί εστε, και υιοί του Υψίστου πάντες…».
ΙΙΙ
Αυτή είναι και η κραυγή και η ελπίς πάντων των εις κάθε γωνία του κόσμου αδικουμένων τέκνων του Θεού. Όντως, δεν μπορεί να υπάρξει αληθινή αγάπη χωρίς αληθινή έννοια έμπρακτης δικαιοσύνης. Καθ’ όλη την Παλαιά όπως και την Καινή Διαθήκη διαβαίνει το σφοδρό κάλεσμα του Θεού υπέρ της εφαρμογής της πραγματικής μεταξύ των ανθρώπων δικαιοσύνης, και όντως σε όλα τα επίπεδα του ανθρωπίνου βίου: και προσωπικό και κοινωνικό. Ο ίδιος ο Κύριος μάς ανακρίνει: «Έως πότε κρίνετε αδικίαν, και πρόσωπα αμαρτωλών λαμβάνετε», δηλαδή, «έως πότε θα υποδεχτούμε και θα υποστηρίξουμε με ενθουσιασμό κιόλας εκείνους που σας καταδυναστεύουν, σας αδικούν, σας εκμεταλλεύονται, σας κακοποιούν και πολλαπλώς διαπράττουν κάθε είδος αδικίας εφ’ ημάς?».
Και εφόσον δεν είμαστε απ’ ότι φαίνεται ικανοί να επιλύσουμε αυτές τις αντινομίες εν αγάπη και ελευθερία, αλλά κατ’ αντίθεση πολλάκις οι ημέτερες μας προσπάθειες καταντούν στο πόλεμο και τον δυστυχώς πολλαπλασιασμό της αδικίας, τότε βοώμεν στον ελεήμονα Θεό λέγοντες: «Ανάστα ο Θεός κρίνον την γην…», τουτέστι διακρίνοντας και τοποθετώντας κάθε πράγμα εκεί όπου του αρμόζει και καλώντας τα να γίνονται ακριβώς ό, τι ο ίδιος ο Θεός προσδοκά από αυτά κατά την φύση που Εκείνος τους παρείχε ως Δημιουργός «δι’ ού τα πάντα εγένετο»[17]. Θα είμαστε εμείς όμως έτοιμοι ώστε να ανταποκριθούμε στην αγάπη και την κρίση του Θεού? Θα είμαστε σε θέση να υπάρχουμε όντως κατά την φύση μας που είναι και η προσδοκία του Θεού εφ’ ημάς, δηλαδή ως «εικόνα και ομοίωση» αυτού επί του δια τούτο «φοβερού βήματος του Χριστού»? Επειδή όντως τί φοβερότερο του να προσδοκεί ο Θεός εμείς να πολλαπλασιάσομε εν αφθονία τα τάλαντα τα οποία παρά αυτού εδέχθημεν?
Ο κόσμος ολόκληρος ανελκυσμένος δια Χριστού υπό του Αγίου Πνεύματος αποκτά την δυνατότητα του γίγνεσθαι «τόπος ιεροφανείας» καθώς και μια καινή εσχατολογική χρονικότητα: δεν είναι πλέον απλώς «κτίσις Θεού», τώρα έχει ουσιωδώς δια Χριστού υιοθετηθεί και εγένετο «οίκος του Θεού». Έτι όμως «εν γίγνεσθαι» οίκος του Θεού ως ιεροποιημένη ιστορία, ής η καρδία δεν ευρίσκεται στην αρνητική ευθεία μιας απ’ αιώνος επαναληπτικής χρονικότητος[18], αλλά στην προς την τελειοποίηση προσανατολισμένη εσχατολογική εν Χριστώ χρονικότητα της σωτηρίας, και τούτο εφόσον σωτηρία δεν είναι παρά το γίγνεσθαι και είναι το κάθε όν αυτό που κατ’ ουσίαν καλείται να είναι, και εν πρώτοις η ολοκληρωμένη μέθεξις της ψυχής στο κάλλος και το αγαθόν του Θεού, το γίγνεσθαι αύτη όντως όχι μόνον κατά φύση αλλά και κατά πρόσωπο (τουτέστι στην αυτοσυνειδησία της) "καλή καγαθή": «Καμία, λοιπόν, ζημία δεν  θα έχει η ψυχή στη μετοχή της στο αγαθόν απελευθερωθεί από τέτοια κινήματα (των παθών)· θα επανέλθει πάλι στον εαυτό της και θα δει ακριβώς την ύπαρξή της, ποιά ακριβώς είναι· και, σαν σε καθρέφτη που απεικονίζει[19], θα βλέπει με το δικό της κάλος το αρχέτυπό της»[20].  Με άλλα λόγια το να είναι ο Θεός «τα πάντα εν πάσι».
Είθε ο Θεός να έχουμε και τώρα και τότε πλήρωμα πίστεως, έργων  και αγάπης ώστε να είναι και η καθ’ ημάς ανάσταση πλήρης και τέλεια δια της μεθέξεως ημών στην ένδοξο του Χριστού Ανάσταση!

Χριστός Ανέστη!
Αληθώς Ανέστη!

Π. Αθανάσιος Ι. Γιάννες, Πρεσβύτερος
Συνεφημέριος 
Ιερός Ναός Αναλήψεως του Κυρίου
Ραφήνα Αττικής
14.04.2012.







[1] Νεκτάριος Πενταπόλεως. Ορθόδοξος Ιερά Κατήχησις, Εκδόσεις Βασ. Ρηγοπούλου, Καρόλου Ντηλ 4, Θεσσαλονίκη, σελ. 50.

[2] Κορ. ιε΄, 28.
[3] Κολ. α΄, 17,19.
[4] «Ούτως οι πολλοί έν σώμα εσμέν εν Χριστώ, ο δε καθ’ είς αλλήλων μέλη» (Ρω. ιβ΄, 5). 
[5] Ιω. δ΄ 41-42.
[6] Βλ. Ιω. α΄18.
[7] «Όπου ουκ Έλλην και Ιουδαίος, περιτομή και ακροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δούλος, ελεύθερος, αλλά τα πάντα και εν πάσι Χριστός». (Κολ. γ΄ 11). 
[8] Βλ. Κορ. ιε΄ 28.
[9] Κολ. γ΄ 10.
[10] Πρόκειται δια την λατινιστί μετάφραση-ερμηνεία του ελληνιστί όρου «μυστήριον», και παρουσιάζεται πρώτη φόρα εις την γραμματεία του αφρικανού θεολόγου Τερτουλιανού (160-220 μΧ). Βλ. «Πρωτογενής Ευχαριστιακή Γραμματεία» (ισπανιστί), Jesús Solano, S.I., BAC, Madrid, 1978, σ. 99 (144).   
[11] Βλ. «Κατηχητικός Λόγος» του αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου.
[12] Βλ. Π. Φλορόφσκυ, Γεωργίου. Δημιουργία και απολύτρωση. Εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, 1983, σελ. 253.

[13] Π. Φλορόφσκυ, Γεωργίου. Δημιουργία και απολύτρωση, σελ. 254.
[14] Π. Φλορόφσκυ, Γεωργίου. Δημιουργία και απολύτρωση…, σελ. 254-255.
[15] Νύσσης, Γρηγορίου. «Περί Ψυχής και Αναστάσεως», http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/paterikon/grhgorios_nysshs_ta_makrineia.htm, σ. 97.
[16] Βλ. «Κατηχητικός Λόγος» του αγ. Ιωάννης του Χρυσοστόμου.
[17] Ιω. 1,1.
[18] Αυτή η ριζική αλλαγή χρονικότητος, από μια κυκλική εν εαυτή επαναληπτική εμπειρία του χρόνου –η οποία είναι πρόδηλη και στην μυθολογία και στην μεταφυσική φιλοσοφία του Πλάτωνος και του Αριστοτέλους- προς μια «προοδευτική» και πέριξ Θεού ευθυγραμμισμένη προς την σωτηρία –την οντολογική εν Χριστώ πλήρωση των απάντων-, χαρακτηρίζει μάλιστα την μετάβαση από την κοσμοκεντρική και ιδεοκρατούμενη αρχαία Ελληνική φιλοσοφία στην προσωποκεντρική και βιωματική διάσταση της Χριστιανοσύνης και της θεολογίας της.   
[19] Βλ. 2 Κορ. 3,18: «Ημείς δε πάντες ανακεκαλυμμένω προσώπω την δόξαν Κυρίου κατροπτιζόμενοι την αυτήν εικόνα μεταμορφούμεθα από δόξης εις δόξαν, καθάπερ από Κυρίου Πνεύματος».  
[20] Νύσσης, «Περί Ψυχής και Αναστάσεως», http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/paterikon/grhgorios_nysshs_ta_makrineia.htm.

Σχόλια

Αρχειοθήκη

Εμφάνιση περισσότερων