«Λόγος περί της Ενανθρωπίσεως του Λόγου και της δια σώματος προς ημάς επιφανείας Αυτού» Ι

Αγίου Αθανασίου Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας

Εκ του σημαντικού τούτου κειμένου του αγίου Αθανασίου, θα παρουσιάσουμε μερικές από τις βασικές Ιδέες του, με σκοπό να σαφηνιστεί η έποψη του Αγίου σχετικά στην έννοια του Λόγου του Θεού, της σημασίας αυτής εν σχέσει προς άλλες της εποχής εκείνης φιλοσοφικών κινημάτων και θρησκευτικών αντιλήψεων, καθώς και του Θεού ως Δημιουργού των απάντων. Διακρίνεται το παρόν κείμενο, όχι μόνο από το θεόπνευστο του λόγου του Αγίου, αλλά δια την εκτεταμένη και καλώς στερεωμένη μόρφωση και γνώση του Αγίου περί τότε σύγχρονων φιλοσοφικών και εν γένει διανοητικών υποθέσεων. Τούτο και επί πλέον μας διδάσκει ότι, ως Χριστιανοί, καλούμαστε όχι στην αποφυγή και απάρνηση του κόσμου εντός του οποίου ζούμε, αλλά στην ελεύθερη και συνεπή εν επιγνώσει μαρτυρία της πίστεως και της πνευματικής εμπειρίας προς όφελος πάντων των ανθρώπων.
Αποφασίσαμε να αρχίσουμε με το παρόν κείμενο λόγω της θεμελιώδους σημασίας και της ουσιώδους εννοίας της ενανθρωπήσεως του Λόγου του Θεού στην ιστορία της σωτηρίας εξ οντολογικής και ανθρωπολογικής πλευράς, καθώς και λόγω του ότι η ενανθρώπησις του Λόγου του Θεού αποκαλύπτει προ ημετέρων οφθαλμών στο Πρόσωπο του Σωτήρος Χριστού τον κατ’ ουσίαν αόρατον Θεόν, και επί πλέον επειδή αυτό το γεγονός μεταλλάζει ριζικώς την ίδια την ανθρώπινη ιστορία καθώς συνάπτει την ανθρώπινη με την θεία φύση «έσωθεν», δηλαδή σε μια ουσιαστικώς συνυφασμένη ύπαρξη.
Θα αναφερθούμε τώρα λοιπόν στο πρώτο μέρος –«πρωτο» μόνο κατά την ημετέρα διοργάνωση του υλικού- του κειμένου, εκ του οποίου θα επικαλεστούμε την προσοχή Σας εν σχέσει προς τις εξής ιδέες:
  1. Η ουσιώδης διδασκαλία της ενανθρωπήσεως του Λόγου του Θεού αποτελεί αίτιο συκοφαντίας δια τους Ιουδαίους και χλευασμού δια τους Έλληνες (ειδωλολάτρες).
  2. Ο Λόγος αποδεικνύει την αληθινή φύση των πραγμάτων και πληρεί τις ανθρώπινες δυνατότητες: εκεί όπου υπάρχει αδυναμία προσφέρει δύναμη, όπου ασθενεί η του ανθρώπου διάνοια προσφέρει βαθύτερα θεόθεν κατανόηση, όπου η εμπειρία των οντολογικών ορίων αυτού δημιουργεί στον άνθρωπο την αίσθηση του αδύνατου και της απογνώσεως, ο Λόγος δι’ ενανθρωπήσεως συμπληρώνει την ανθρώπινη άνοδο στην αλήθεια και του παρέχει την δύναμη της θεώσεως.
  3. Εξ αγάπης και καλωσύνης η ενανθρώπησις του Θεού Λόγου, όχι δια τιμωρία και καταπάτηση του ανθρώπου.
  4. Ο Θεός είναι δημιουργός, όχι μόνον των ιδεών και των μορφών των δημιουργημάτων, αλλά και της ύλης αυτών: δεν είναι απλός «τεχνίτης» αλλά αληθώς Δημιουργός πάντων των οντοτήτων και της δυνατότητας αυτών.
  5. Λαθεύουν, κατά τον Άγιο, και ο Επίκουρος και ο Πλάτωνας στην περί Δημιουργίας διδασκαλίας τους: ο μέν επειδή δεν αναγνωρίσει ύπαρξη Θεού, ούτε Θείας Προνοίας, και αποδίδει η ύπαρξη της φύσεως στην τύχη, ο δε επειδή ισχυρίζεται ότι ο Θεός, ναι μέν είναι δημιουργός, αλλά στην έννοια του «τεχνίτη ξυλουργού» ο οποίος για την δημιουργία του χρειάζεται την προΰπαρξη της ύλης, π.χ., του ξύλου, στην οποία θα δώσει μορφή. Ο Θεός όμως, ισχυρίζεται ο Άγιος, είναι απόλυτος Δημιουργός , τουτέστι, και της μορφής και της ύλης των οντοτήτων.

  1. «Στη συνέχεια, λοιπόν, αγαπητέ μου, γνήσιε φίλε του Χριστού, θα σου διηγηθώ 
    για την αληθινή πίστη και την ενανθρώπηση του Λόγου· επιπλέον, θα σου πω
     
    με λεπτομέρειες για τη ζωή του Λόγου πάνω στη γη (θεία επιφάνεια).
     
    Οι Ιουδαίοι βέβαια την συκοφαντούν, ενώ οι ειδωλολάτρες την εμπαίζουν·
     
    εμείς όμως την προσκυνάμε. Συμβαίνει το εξής: φαινομενικά οι χλευαστές
     
    εξευτελίζουν το Λόγο· εσύ όμως (και κάθε ευσεβής) αποκτάς περισσότερη και
     
    μεγαλύτερη ευλάβεια στο πρόσωπό Του.
     
  2. Διότι, όσο οι άπιστοι Τον χλευάζουν, τόσο μεγαλύτερη απόδειξη της θεότητάς 
    Του παρέχει. Και όσα οι άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονται, επειδή τα θεωρούν
     
    αδιανόητα, Αυτός αποδείχνει ότι αυτά είναι κατορθωτά. Όσα ακόμη οι άνθρωποι
     
    τα χλευάζουν ως απρεπή, Αυτός αυτά τα καθιστά ευπρεπή με την καλωσύνη
     
    του. Όσα οι άνθρωποι με τις εξυπνάδες τους τα κοροϊδεύουν ως ανθρώπινα,
     
    Αυτός αυτά με τη δύναμή του τα παρουσιάζει θεϊκά. Από τη μια, διαλύει την
     
    φαντασμαγορία των ειδώλων με την ανθρώπινη ταπείνωση του εαυτού του
     
    πάνω στο σταυρό· κι από την άλλη, μεταστρέφει μυστικά αυτούς που χλεύαζαν
     
    και απιστούσαν· τους κάνει να προσκυνούν τη θεότητα και τη δύναμή του».
     
  3. «Έτσι, θα μπορέσεις να κατανοήσεις την αιτία της πρόσληψης του ανθρωπίνου 
    σώματος από τον τόσο μεγάλο και σπουδαίο Λόγο του Θεού Πατέρα· ακόμη, να
     
    μη νομίσεις ότι ήταν κάτι το φυσιολογικό η ενσάρκωση του Σωτήρα. Διότι,
     
    αυτός που είναι ασώματος και Υιός Λόγος του Πατέρα, εξαιτίας της αγάπης και
     
    καλοσύνης του Πατέρα του σε μας, για τη σωτηρία μας, δέχεται να
     
    περιβληθεί ανθρώπινο σώμα και να φανερωθεί».
     
  4. «Έτσι, θα μπορεί  κάποιος δικαιολογημένα ν’ αποδώσει στο Λόγο και την αναδημιουργία του κόσμου (εννοεί ο Άγιος, κατά την πρωταρχική δημιουργία του κόσμου και κατά την ενανθρώπηση ως «νέα κτίσις»), του οποίου είναι και ο αρχικός δημιουργός. Τίποτε το αντιφατικό δεν υπάρχει: μ’ Αυτόν που ο Θεός Πατέρας έφτιαξε τον κόσμο, μ’ Αυτόν καταστρώνει τώρα και το σχέδιο της σωτηρίας του (του κόσμου).Πριν όμως διηγηθούμε την ιστορία της ενανθρωπήσεως, πρέπει πρώτα να πούμε για τη δημιουργία του σύμπαντος και για το Δημιουργό Θεό του. Έτσι, θα μπορεί κάποιος δικαιολογημένα ν’ αποδώσει στο Λόγο και την αναδημιουργία 
    του κόσμου, του οποίου είναι και ο αρχικός δημιουργός. Τίποτε το αντιφατικό
     
    δεν υπάρχει: μ’ Αυτόν που ο Θεός Πατέρας έφτιαξε τον κόσμο, μ’ Αυτόν
     
    καταστρώνει τώρα και το σχέδιο της σωτηρίας του (του κόσμου).
     
    Τη δημιουργία του κόσμου και του σύμπαντος πολλοί την σκέφτηκαν με
     
    διαφορετικό τρόπο· όπως ήθελε ο καθένας, έτσι και την επινόησε».
     
  5. «Τη δημιουργία του κόσμου και του σύμπαντος πολλοί την σκέφτηκαν με 
    διαφορετικό τρόπο· όπως ήθελε ο καθένας, έτσι και την επινόησε.
     
    Άλλοι, όπως οι Επικούρειοι, λένε ότι όλα έγιναν από μόνα τους, στην τύχη.
     
    Αυτοί υποστηρίζουν με μυθοπλασίες ότι δεν υπάρχει καμία πρόνοια στον κόσμο·
     
    υποστηρίζουν τα αντίθετα στα ολοφάνερα.
     
    Αν λοιπόν, σύμφωνα με τη θεωρία τους, όλα έγιναν χωρίς φροντίδα, από μόνα
     
    τους, θα έπρεπε όλα να είναι απλά και όμοια, όχι διαφορετικά μεταξύ τους. Θα
     
    έπρεπε στο σύμπαν όλα ν’ αποτελούν ένα σώμα, ήλιο ή σελήνη· και οι
     
    άνθρωποι να είναι όλοι ένα, ή χέρι ή μάτι ή πόδι. Στην πραγματικότητα όμως
     
    δεν είναι έτσι. Βλέπουμε το ένα άστρο να είναι ήλιος· το άλλο, σελήνη· το άλλο,
     
    γη. Το ίδιο και στο ανθρώπινο σώμα: άλλο μέρος είναι πόδι, άλλο χέρι, άλλο
     
    κεφάλι. Αυτή η διάκριση δείχνει ότι τα πράγματα δεν προήλθαν από μόνα τους
     
    τυχαία, αλλά προηγείται η αιτία που τα δημιούργησε.
«Άλλοι πάλι, μεταξύ τους και ο σπουδαίος Έλληνας φιλόσοφος Πλάτων, λένε 
ότι ο Θεός τα δημιούργησε όλα από προϋπάρχουσα και αιώνια ύλη. Διότι
 
(λένε), δεν θα μπορούσε να κατασκευάσει κάτι ο Θεός, αν δεν προϋπήρχε η ύλη
 
(το υλικό κατασκευής). Όπως ο ξυλουργός πρέπει να έχει ξύλα, για να
 
μπορέσει να τα επεξεργαστεί.
 
«Δεν καταλαβαίνουν ότι, λέγοντας κάτι τέτοιο, αποδίδουν αδυναμία στο Θεό.
 
Διότι, αν δεν είναι Αυτός αίτιος υπάρξεως της ύλης και υποχρεωτικά όλα τα
 
κατασκευάζει από προϋπάρχουσα ύλη, τότε είναι αδύναμος· διότι δεν μπορεί
 
χωρίς ύλη να κάμει κάποιο κτίσμα. Όπως ακριβώς ο ξυλουργός, αδυνατεί να
 
κάνει κάποιο χρήσιμο αντικείμενο χωρίς ξύλα.
 
Να το πούμε υποθετικά: αν δεν υπήρχε ύλη, τίποτε δεν θα δημιουργούσε ο
 
Θεός. Και Πως θα τον ονομάζαμε τεχνίτη και δημιουργό, εφόσον άλλος –εννοώ
 
η ύλη– θα του έδινε το δικαίωμα κατασκευής; Αν ήταν έτσι τα πράγματα, ο Θεός
 
θα ήταν γι’ αυτούς όχι δημιουργός από την ανυπαρξία στην ύπαρξη, αλλά
 
μόνον τεχνίτης· διότι θα επεξεργαζόταν
 
προϋπάρχουσα ύλη, χωρίς να είναι αυτός ο δημιουργός της. Δεν θα θεωρούνταν
 
δημιουργός, επειδή δεν φτιάχνει το υλικό (ύλη) από το οποίο να προέρχονται
 
τα δημιουργήματα. Οι αιρετικοί πάλι επινοούν άλλο δημιουργό των κτισμάτων
 
και όχι τον Πατέρα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού».


Υποσημείωση: Η πρώτη αρίθμηση αφορά την ερμηνεία του πρωτότυπου κειμένου, το οποίο παρατίθεται στη δεύτερη αρίθμηση και αντιστοιχεί σε αυτή.

Σχόλια

Αρχειοθήκη

Εμφάνιση περισσότερων